- πολυορχιδία
- η, Νιατρ. συγγενής διαμαρτία, κατά την οποία εμφανίζονται περισσότεροι από δύο όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyorchidism < πολυ-* + ὄρχις + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυορχίτιδα — η, Ν η πολυορχιδία … Dictionary of Greek